μετοπισθε

μετοπισθε
    μετόπισθε
    μετ-όπισθε(ν)
    I
    adv.
    1) сзади, позади
    

(μή τις μ. μιμνέτω Hom.)

    2) впоследствии, после
    

(καὴ παίδων παῖδες, τοί κεν μ. γένωνται Hom.)

    II
    praep. cum gen. сзади, (вслед) за
    

(Ἄτης Hom.)

    μ. νεός Hom. — позади корабля


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "μετοπισθε" в других словарях:

  • μετόπισθε — (Α) βλ. μετόπισθεν …   Dictionary of Greek

  • μετόπισθε — indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετόπισθ' — μετόπισθε , μετόπισθε indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετόπισθεν — μετόπισθε nu̱movable indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εποπίζομαι — ἐποπίζομαι (Α) λογαριάζω με φόβο και σεβασμό («Διὸς δ’ ἐποπίζεο μῆνιν, μή πως τοι μετόπισθε κατεσσάμενος χαλεπήνῃ», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. επί + οπίζω «φοβούμαι, ντρέπομαι» (< όπις «τιμωρία, βοήθεια»)] …   Dictionary of Greek

  • μετόπισθεν — (Α μετόπισθεν και μετόπισθε) επίρρ. (τοπικά) από πίσω («μή τις νῡν ἐνάρων ἐπιβαλλόμενος μετόπισθεν μιμνέτω», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. (με άρθρ. πληθ. ως ουσ.) τα μετόπισθεν α) το σύνολο τών δυνάμεων, υπηρεσιών και μέσων που βρίσκονται πίσω από τη γραμμή… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»